Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗ Κ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ



Ο Γρηγόρης Αυξεντίου διά χειρός Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου

Του Γιάννη Πεγειώτη*
Εκείνο το βροχερό Φεβρουάριο του 1958 πλημμύριζαν οι αίθουσες των Γυμνασίων με το «Eγερτήριον Σάλπισμα», αόρατοι έφηβοι μπαίναν μέσα από τους φεγγίτες και τις χαραμάδες και σκορπούσαν τα μηνύματα της λευτεριάς, τους προάγγελους της γαλανής αγκάλης. Εκεί μέσα στις ταλαιπωρημένες, από τους πολυγράφους, σελίδες κάποιος «Μνάσων Αποστόλου», γονατιστός μπρος της Παναγιάς το εικόνισμα, μιλούσε για το στρατιώτη. Σαν έφυγε από κοντά μας, έκλαιγε το παλληκάρι του Μεσαρίτικου κάμπου:
«Δροσοπηγές της Πιτσιλιάς που αγγίξανε τα χείλη του,

χιονίστρα που τα χιόνια σου λιώσανε στη ματιά του,

χαροκαμένα κέδρα κι αγρινά, φίλοι της μοναξιάς του,

αγριοπερίστερα που ταξιδεύατε τους λογισμούς του,

κι εσείς κομμένες κερασιές του Πεδουλά που σας αρνηθήκαν ανθό,

πέστε το «χαίρε» στο Λεβεντονιό που δεν θα ξαναδείτε.

Το Σταυροβούνι αγνάντια κλαίει και καμαρώνει.

Μένουν τα αητόπουλα που πότισε αθάνατο νερό,

που γύμνασε να φτερουγούν κατάντικρυ στον ήλιο

μ’ ολάνοιχτα τα μάτια τους δίχως να ρίξουν δάκρυ.

Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο

αντιμετρήθηκε και νίκησε η ψυχή μας.

Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο στου Xάροντα τα χέρια

γνωρίσαμε την όψη που με βια μετράει τη γη

“Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις”

και εμείς με τη σφεντόνα και το ψαλτήρι του Δαυίδ»
Η Παναγιά του Μαχαιρά, ελπίδα κι αποκούμπι στις δύσκολες ώρες. Το εικόνισμά της το μαχαιρωμένο συντροφιά μας στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες, ιστορία χιλιοειπωμένη και πάντα όμορφη, πάντα ελκυστική στα χείλη του παππού, στα λίγα λόγια της μάνας.

Ο ποιητής δεν θυμιατίζει μοσκολίβανο στην Άγια Tης εικόνα. Φέρνει στη χάρη Tης ογδόντα τρεις στίχους όλους κι όλους. Aλλού ιστορεί κι αλλού παρηγορεί. Ένας κι αυτός από τους «ασκητές της Λευτεριάς, αποθέτει στη χάρη Tης πλάι στο μπαρούτι και στο σώμα του, ένα σώμα έτοιμο για το μαρτύριο», τον ταπεινό του λόγο. Πλημμυρισμένο από σύμβολα χριστιανικά, πότε θρηνητικό και πότε ρωμαλέο:

Σήμερα δεν είναι το εικόνισμά Σου μαχαιρωμένο, Δέσποινα του Μαχαιρά.

Σήμερα σκίζει το ανόσιο μαχαίρι τη ζωντανή, μητρική Σου καρδιά.

Στο πέρασμα της καινούργιας Σου θλίψης

σκύβουν τα πεύκα και προσκυνούν.

Μυροφόρες του Επιτάφιου από τα δάκρυά σου ευωδιάζουν.
Στες λαίμαργες παλάμες του Ιούδα

τριάντα κομμάτια ασήμι πέφτουν ένα, ένα.

Aκούγονται σαν σφυριά δαιμονικά πάνω σε σταυρό.

Σαν πυρωμένα καρφιά που τρυπάνε τα τύμπανα της ανθρώπινης ακοής

και ματώνουν αιώνια τη ζεστή μητρική Σου καρδιά:

«Αμοιβή πέντε χιλιάδων λιρών»…

Σ’ εκείνη την ταπεινή σπηλιά, ίδια σκήτη αναχωρητή, μια μάχη αρχίζει. Aναμετριέται η ψυχή με τους γιους της νύχτας, αυτούς που μέρα μεσημέρι δεν ντράπηκαν να βλασφημήσουν μια εικόνα του Θεού. Το καρβουνιασμένο κορμί του, τα τσουρουφλισμένα ντουβάρια, τα πλουμισμένα με το αίμα του μαρτυρούν την απανθρωπιά τους και τη νίκη του.

Τη χρονιά που «ξύπνησε ο Διγενής» ανάμεσα στους σποριάδες που ρίξαν στάρι αλλιώτικο στη κυπριώτικη γη ήταν και ο ποιητής. Ακόλουθος των πρωτοπόρων. Ακόλουθος του Ζήδρου, του νέου Aίαντα. Τα στάρι, σπόρος του ξεσηκωμού, θάφτηκε στη γη και με τον καιρό όλοι πήραν να αναρωτιούνται τι να ’γινε, κι ας ήταν σίγουροι πως θα καρπήσει κάποτε.

Σαν πέρασαν δυο χρόνια ήρθε η απάντηση:

Στους λυσιώτικους κάμπους πεθάναν στο χώμα

οι σπόροι του σιταριού

μ’ αναστηθήκαν σε φύτρα που πάνε για ολόγιομα στάχυα.

Στα μαρμαρένια αλώνια όπου παλαίψαμε

θ’ αλωνίσουμε το λιγοστό μας σιτάρι μα όχι πια για τους κουρσάρους.

Θα ’χουμε για τα παιδιά μας ψωμί, για την Κυριακή αντίδωρο

και για μνημόσυνο της Λεβεντιάς στους αιώνες των αιώνων.
Το ποίημα πήρε το δρόμο του. Το διάβασαν στην ανάπαυλα των διαδηλώσεων τα παιδιά της Κύπρου, τα μαθητούδια που έγιναν άνδρες ξαφνικά, τα κοριτσόπουλα που κρύψαν τις πλεξίδες και φορτώθηκαν το ταχυδρομείο ενός αγώνα. Το σιγοψιθύριζαν οι αντάρτες ανεβαίνοντας μες στην καταιγίδα τον κυπριακό Όλυμπο. Το απάγγελλε στη γαλανόλευκη ο σημαιοφόρος, ο αγονάτιστος μπροστάρης των αιματηρών διαδηλώσεων.

Ύστερα σαν ήρθε «με σπασμένα φτερά» στο νησί η λευτεριά, το είπαμε στα Φυλακισμένα Mνήματα, το ψάλαμε στο πρώτο λεύτερο μνημόσυνο. Το διαβάσαμε στο γερο-Πιερή και στην κυρα-Αντωνού, το απαγγείλαμε στις γιορτές μας.

Πάντα όμως έμενε στην ψυχή μας η χωματερή γεύση ενός θανάτου. Η νοσταλγία ενός ονείρου νεκρού πια. Σταυρωμένου από μια αυτοκρατορία στ’ ανήλεα τραπέζια κάποιων συμφωνιών.

Τώρα, χρόνια μετά, η Λύση απόμακρη ανάμνηση. Ηρωομάνα χωρίς ήρωες στις πλατείες της. Ο Αυξεντίου τύψη στη ζωή μας.

Τύψη για μας και η θύμηση του ποιητή με τους λευκούς κρόταφους. Παραφωνία στον τρελό χορό της ευδαιμονίας μας: «Ο Θεός ξέρει τα κλάματα που έκαμα γράφοντάς το».
Η λογοτεχνία, η δημιουργία και ο στοχασμός στις φυλακές της αποικιοκρατίας

 Γιάννης Πεγειώτης
 εκπαιδευτικός, ερευνητής
Από μια πρώτη μελέτη του φωτογραφικού αρχείου των πολιτικών καταδίκων της περιόδου του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. προκύπτουν όπως και στην περίπτωση των πολιτικών κρατουμένων σκέψεις και προβληματισμοί για τις επιδράσεις που η οριστική καταδίκη ασκεί στην δημιουργία, την μελέτη και την συγγραφή μιας ολόκληρης ομάδας δημιουργών.
Σε μια εμβάθυνση των δύο αυτών φαινομένων προκύπτει και ένα άλλο, εντελώς ανεξερεύνητο ζήτημα, συνδεδεμένο με τις γραφές και τον στοχασμό στις περιόδους συστηματικού βασανισμού. Γραφές των βασανιστηρίων έχουμε ήδη εντοπίσει, με κορυφαία στιγμή το ημερολόγιο του Φώτη Πίττα γραμμένο την περίοδο που ανακρίθηκε και βασανίστηκε απάνθρωπα στον περιβόητο Αστυνομικό Σταθμό της Αμμοχώστου.
Οι γραφές των κρατητηρίων και οι γραφές των Φυλακών έπονται συχνά μιας μακράς ή βραχείας χρονικής περιόδου ακραίου βασανισμού. Η γραφή και η δημιουργία αποτελεί μια θεραπευτική και λυτρωτική διέξοδο διαφυγής από την ανάμνηση των σκληρών δοκιμασιών.
Παρουσιάζουμε πιο κάτω κάποιες χαρακτηριστικές παρουσίες πολιτικών καταδίκων, μια ακολουθία δημιουργών που άλλοι έδρασαν για δεκαετίες στην νοερή πολιτεία της γραφής, της δημιουργίας, της τέχνης γενικά και άλλοι έφυγαν νωρίς, ως μάρτυρες ενός έρωτα ελευθερίας ακραία δραστικού, δημιουργικού και μεταφυσικού θυσιαστικού. Παραθέτουμε και τον αριθμό καταδίκου:
111 Μαραθεύτης Μιχαλάκης Ιωάννου
838 Παρίδης Μιχαλάκης Γεωργίου
8449 Σκοτεινός Γεώργιος Χαραλάμπους
8637 Σπανός Νίκος Σάββα
8445 Στυλιανού Πέτρος Σάββα
8400 Καραολής Μιχαλάκης Σάββα
8506 Πατάτσος Ιάκωβος Ανδρέας
8605 Παλληκαρίδης Ευαγόρας Μιλτιάδου
8443 Καλλίνικος Μοναχός
8579 Σοφοκλέους Αθανάσιος (Θάσος) Κώστα
8468 Λειβαδάς Βίας Ιωάννου
8773 Στεφάνου Κώστας Δημητρίου
8650 Παπαδόπουλος Αντώνης Κωνσταντίνου
Γραφές των φυλακών έχουμε εντοπίσει αρκετές, πάρα το γεγονός ότι αριθμητικά δεν προσεγγίζουν σε έκταση αυτές των κρατητηρίων. Τις έχουμε εντοπίσει σε αυτοτελείς τόμους, σε δημοσιεύσεις ποιημάτων πεζών, στοχασμών και μαρτυρίων. Σκόρπιες στο περιοδικό «Τάϊμς οφ Σαϊπρους». Τα τελευταία χρόνια μια σειρά εκδόσεων έχει επαναφέρει στο προσκήνιο αυτό το ανεξερεύνητο ζήτημα της σχέσης γραφής, συγγραφής, δημιουργίας γενικά και φυλάκισης.
Από την πολυετή μελέτη μιας περισσότερο διερευνημένης πλευράς του θέματος, αυτής που σχετίζεται με την γραφή των μελλοθανάτων, απαγχονισθέντων τελικά ηρώων, έχω συνειδητοποιήσει την αποσπασματική διερεύνησή του. Υπάρχουν ακόμη άγνωστα γραπτά, ποιήματα και δημοσιεύσεις.
Ένα σχετικό ερευνητικό πεδίο, διερευνημένο εν μέρει, είναι οι γραφές των καταδίκων για την εξέγερση των Οκτωβριανών (αναφέρω χαρακτηριστικά την περίπτωση του Χριστόδουλου Γαλατόπουλου). Η δημιουργία, οι γραφές και η συγγραφή των κρατουμένων για την ίδια την εξέγερση ή άλλα συναφή για την αποικιοκρατία «αδικήματα» (αναφέρω την περίπτωση Τεύκρου Ανθία και την παραμονή του στην Ανδρολύκου της Πάφου).
Διερευνημένο ως ένα σημείο πεδίο είναι και οι γραφές της εξορίας της ίδιας περιόδου (αναφέρω χαρακτηριστικά την περίπτωση του λόγιου Διονυσίου Κυκκώτη, Επισκόπου Μαρεώτιδος).
Γραφές της εξορίας έχουμε και στην περίοδο του 1955-59. Οι γραφές και η δημιουργία και συγγραφή των τεσσάρων εξορίστων στις Σεϋχέλλες (Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, Κυρηνείας Κυπριανός, πατήρ Σταύρος Παπαγαθαγγέλου και ο δημοσιογράφος Πολύκαρπος Ιωαννίδης) δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς.
Πεδίο προς ξεχωριστή διερεύνηση αποτελούν οι γραφές των πολιτικών καταδίκων που μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αγγλίας. Αρκετοί από αυτούς είχαν κατοπινά συγγραφική παρουσία.
Εντελώς ανεξερεύνητος είναι ο βαθμός στον οποίο επέδρασε η εξορία στην Ελλάδα (Ρόδο) είκοσι δύο πολιτικών καταδίκων μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται νομίζω πως μάλλον ένα μεγάλο κεφάλαιο έρευνας ανοίγει. Ένα κεφάλαιο συνδεδεμένο με τις γραφές αλλά και τις επιδράσεις που άσκησαν στην δημιουργία τα κρατητήρια, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, οι εξορίες, οι κατατρεγμοί, η ζωή στις περιόδους που πρόσωπα καταζητούνταν ή ήταν επικηρυγμένα ζώντας μέσα στο αντάρτικο των πόλεων ή των βουνών της Κύπρου.
Από το 1986 σε μια πρώτη συνέντευξη με τον ποιητή και πεζογράφο Γιάννη Κ. Παπαδόπουλο είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τις επιδράσεις του κατατρεγμού και του «εν παρανομία» βίου στην ωρίμανση της γραφής. Από τότε σταδιακά και ψηγματικά άρχισα να ψηφιδώνω μια σειρά προβληματισμών και συμπερασμάτων συναφών με την τεκμηρίωση κάποιας σχέσης ανάμεσα στον εσταυρωμένο Κυπριακό βίο της αποικιοκρατίας ιδιαίτερα κατά την υιοθέτηση ακραίων καταπιεστικών πρακτικών από την τοπική αποικιοκρατική κυβέρνηση την γραφή, την λογοτεχνία και την ωρίμανσή της. Αυτά ως ένα δεύτερο σημείωμα στο όντως ενδιαφέρον αυτό θέμα. Για τις γραφές των μελλοθανάτων ποιητών και δημιουργών καθώς και το φαινόμενο μιας επαναστατικής τετραετίας γραπτής έκφρασης θα επανέλθω σε επόμενο μου σημείωμα.

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Αφιέρωμα στον πρωτομάρτυρα Μόδεστο Παντελή

 Του Γίαννη Πεγειώτη
Εκπαιδευτικού και Ερευνητή
Ο Μόδεστος Παντελή ήταν ο πρώτος νεκρός του αγώνα. Σκοτώθηκε ξημερώματα της 1ης Απριλίου 1955, ενώ προσπαθούσε να αποκόψει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος προς την πόλη της Αμμοχώστου. Άφησε την τελευταία του πνοή  στους θεμελιούς της Κυπριακής Επανάστασης καθώς ξημέρωνε η Λαμπρή του Γένους. Τιμώντας τη θυσία του ο Παπαδόπουλος έγραψε αυτό το ποίημα στο οποίο παρουσιάζει την πορεία του στο θάνατο, ξεκινώντας με το πιο κάτω χαρμόσυνο προανάκρουσμα.
Από νωρίς φτερούγισαν ξυπόλυτα παιδάκια. Μες΄ στου Μαρτιού τον άνεμο, ριζάρι να μαζέψουν/ να βάψουμε ολοκόκκινα τ΄αυγά για τη Λαμπρή του γένους./ Τούτη τη νύχτα θα ξαγρυπνήσουμε όλου του κόσμου τα πουλιά ν΄ακούσουμε το «χαίρε ώ χαίρε ελευθεριά»./ Θα μείνουν τ΄άνθη ολάνοιχτα το αίμα μας να δεχτούνε.
Έτσι καθώς ακούγεται το χαίρε ώ χαίρε Ελευθεριά ο Μόδεστος ξεκινά για τα ηλεκτροφόρα καλώδια, το σταυρό και το θάνατο του. «Στης Λευτεριάς τα χέρια ένα δαδί θα του φέγγει ενώ στις φλέβες του θα τρέχει το γλυκόποτο κρασί του Εικοσιένα αυτό που του φιλέψαν προτού πάρει τον στερνό δρόμο για την ελευθερία. Όπλο του μονάχα μια αλυσίδα με εικοσιτρείς κρίκους και ένα φτωχό καλάμι, γιατί καθώς λέγει ο Παπαδόπουλος. «Είχαν αρνηθεί οι τρομοκρατημένοι Γολιάθ και τη σφεντόνα ακόμα στα χέρια του Δαυίδ. Ο Μόδεστος προσεγγίζει το καθήκον του με γυμνά σχεδόν χέρια. Όμως ο ποιητής τον βρίσκει πανέτοιμο για να γίνει πρωτομάρτυρας. Την παρουσία του στο μέγα μεσονύχτιο σαμποτάζ της Κύπρου, θα τη γράψει με το δικό του αίμα:
Μετάλαβες απόψε απ το κρασί του Μπότσαρη/ πήρες αντίδωρο χωριάτικο ψωμί/ κι έτοιμος είσαι να γινείς ο Πρωτομάρτυρας/ στο μέγα μεσονύχτιο σαμποτάζ της Κύπρου σου.
Ανάμεσα Λιοπετριού κι Αυγόρου / θα σταματήσει απόψε μια καρδιά για να σημαίνει αιώνια /θα σκίσει απόψε μια αστραπή τη νύχτα / να πλέξει ένα στεφάνι φως / γύρω από ένα καρβουνιασμένο μέτωπο.
Παράνομο κι αυτό το ποίημα ζωγραφίζει με αδρές πινελιές το ξεκίνημα ενός αγώνα ενώ καταγράφει τα βήματα του Μόδεστου Παντελή. Κεντρικός πυρήνας του, είναι ένας θάνατος. Αυτό όμως δεν εμποδίζει ένα κλίμα αισιοδοξίας να πλανάται πίσω από κάθε στίχο. Η αισιοδοξία δεν είναι ένας υπέρλογος τρόπος αντιμετώπισης του τραγικού θανάτου. Είναι μια ανάγκη, μια επιταγή που θα πρέπει να ακολουθήσει ο ποιητής όσο σκληρή κι αν είναι. Ο θάνατος δεν μπορεί, δεν πρέπει να λυγίσει το λαό, είναι μια πραγματικότητα που θα πρέπει να αποδεχτούμε.
Ο Παπαδόπουλος γράφει το ποίημα, ενώ είναι υπεύθυνος εκδότης του περιοδικού της ΕΟΚΑ «Εγερτήριο Σάλπισμα». Σκοπός αυτού του εντύπου είναι να εμψυχώνει το λαό και κυρίως τους μαθητές του Γυμνασίου. Αυτός ο σκοπός δεν του δίνει το δικαίωμα να δακρύσει.
Σαν ανατείλει η λευτεριά, ίσως μπορέσει να γονατίσει στους τάφους των τιμημένων νεκρών. Τώρα όμως η μάνιτα του πολέμου δεν το επιτρέπει. Στην ανάπαυλα γράφει αυτό το ποίημα για να τιμήσει τον νεκρό και να πει μια μεγάλη αλήθεια.
 

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

ΜΝΗΜΗ ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

Μνήμη Στέλιου Κυριακίδη
Του Γιάννη Πεγειώτη
Εκπαιδευτικού
Περιοδικό LIFE 6 Μαΐου 1946     
Περιοδικό TIME 29 Απριλίου 1946
Η Λεμεσός δεν ξεχνά το μεγάλο αθλητή του ΓΣΟ
Ο Στέλιος Κυριακίδης είναι μια μορφή μυθική για όλους τους Έλληνες και ιδιαίτερα της Κύπρου. Μορφή γιγάντια του Κυπριακού,, Ελλαδικού, Βαλκανικού και διεθνούς αθλητισμού για δεκαετίες στα γήπεδα και τις ποικίλες διαδρομές μαραθωνίου.
Με την ευκαιρία των Λεμεσίων επιχειρούμε την παρουσίαση δύο σπάνιων αφιερωμάτων στο μεγάλο αυτό αθλητή του ΓΣΟ που αποκαλύψαμε μετά από έρευνα σε παλαιοβιβλιοπωλεία των ΗΠΑ. Πρώτα το περιοδικό LIFE το οποίο αφιερώνει μια τεράστια φωτογραφία- πορτρέτο του νικητή του μεγάλου Μαραθωνίου της Βοστόνης του 1946. Μαζί και η ιστορική φωτογραφία του τερματισμού του. Το περιοδικό LIFE της 6 Μαΐου αφιερώνει τρεις σελίδες για τον μεταπολεμικό Μαραθώνιο της Βοστόνης με τίτλο: «BOSTON MARATHON-Greek flies from Athens to win distance race».
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει έξι φωτογραφίες και ένα ενδιαφέρον σχετικά σύντομο κείμενο. Αναφέρει ο ρεπόρτερ: « Στο Hopkinton της Μασαχουσέτης 116 δρομείς μεγάλων αποστάσεων ξεκίνησαν να τρέχουν το Μαραθώνιο της Βοστόνης, τη σκληρότερη αυτή διαδρομή που καλύπτει 26 μίλια και 385 υάρδες σκληρού δρόμου μέσα στο κέντρο της Βοστόνης. Ανάμεσα στους αθλητές της αφετηρίας και αρκετοί παλαιοί αθλητές διότι το τρέξιμο μαραθωνίου δρόμου είναι άθλημα των βετεράνων.
Ήταν εκεί ο Clarence DeMar πενήντα επτά ετών που κέρδισε επτά φορές από το 1911. Ήταν ο John Kelley  που κέρδισε δυο φορές προηγουμένως και ο Cerard  Cote ένας Γαλλοκαναδός που κέρδισε τρεις φορές μέχρι τώρα το Μαραθώνιο της Βοστώνης. Αλλά από όλους τους δρομείς η πλέον δραματική φιγούρα στη κούρσα ήταν ένας συναισθηματικός, εκφραστικός Έλληνας, τριάντα πέντε ετών με το όνομα Στυλιανός Κυριακίδης.
Ο Κυριακίδης είναι ο πρωταθλητής μαραθωνίου της Ελλάδας, των Βαλκανίων, της Ουγγαρίας και της Αιγύπτου και κατέχει το ρεκόρ για την κλασική διαδρομή από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Ταξίδεψε αεροπορικώς από την Αθήνα για να κερδίσει το Μαραθώνιο της Βοστόνης ελπίζοντας να δημοσιοποιήσει την τραγωδία της πεινασμένης του χώρας και να συγκεντρώσει  ένα φορτίο τροφίμων. Στην αρχή ξεκίνησε όγδοος και ανέβαινε θέσεις αργά, αργά. Κοντά στο τέλος ακολουθούσε τον John Kelley. Με ένα γρήγορο σπριντ προσπέρασε τον Kelley  και φωνάζοντας «Για την Ελλάδα» έκοψε το νήμα του τερματισμού, κερδίζοντας με χρόνο 2 ώρες 29 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα».
Η μεγάλη νίκη του Στέλιου Κυριακίδη, μεγάλου αθλητή της Λεμεσού ταξίδεψε σε πάμπολλα περιοδικά και εφημερίδες σε ολόκληρη την Αμερικανική Ήπειρο. Ήταν η νίκη του ήθους και της θυσίας για την πατρίδα. Ένας Έλληνας αθλητής βασανισμένος από την πείνα στην Κατοχή κέρδισε τους άρτια προπονημένους αμερικανούς αθλητές και ιδιαίτερα τον χαρισματικό δρομέα John Kelley, αδιαφιλονίκητο φαβορί εκείνης της κούρσας.
Θα συνεχίσουμε όμως και στην επόμενη έκδοση.
ΥΓ Στην έκδοση αυτή φιλοξενούμε ένα πολύ όμορφο κείμενο του επιφανούς χρονογράφου Πόλυ Ιερωνυμίδη από το βιβλίο του »Σκίτσα Ζωής». Το κείμενο αυτό εικονογραφεί περίτεχνα ένα λεμεσιανό πορτρέτο του αθλητή της Λεμεσού Στέλιου Κυριακίδη και παρουσιάζει με γλαφυρότητα και ομορφιά το μετακατοχικό του πέρασμα από την πόλη μας.
 Ήταν ο Βαλκανιονίκης πρωταθλητής!
Γυρνάμε  του ημερολογίου τα φύλλα μερικές δεκάδες χρόνια στο παρελθόν για ένα  της μνήμης φρεσκάρισμα.
Εκεί στου κεντρικού μας δρόμου, Αγίου Ανδρέου, τα στενά καλντερίμια οι παλιοί Λεμεσιανοί συναντούσαν κάθε μέρα ένα άντρα μέτριου αναστήματος, σφιχτοδεμένο να κρατάει χαρτιά, φάκελα και λοιπά έντυπα, να περπατάει γοργά καλημερίζοντας με ευγένεια τους περαστικούς ....
Αν κάποιος γνωστός του τύχαινε να τον συναντήσει κι' αντήλλασαν κουβέντες περισσότερες θα πιστοποιούσαν οι ακούοντες ότι πρόκειται περί Ελλαδίτη επισκέπτη. Πέρασαν μερικές μέρες για να πληροφορηθεί το φιλοπερίεργο κοινό ότι ο  ζωηρός περιπατητής ήταν ο δοξασμένος Βαλκανιονίκης αθλητής Στέλιος Κυριακίδης. 'Ηρθε απ' την Αθήνα μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και προσελήφθη σε κάποιο γραφείο ως κλητήρας και συνάμα γυμναζόταν στο ΓΣΟ, στο αγαπημένο του, όπως έλεγε, στάδιο που με τα χρώματα του συλλόγου έτρεχε στην Αθήνα, στις Βαλκανικές χώρες και νικούσε.
Πέρασε κατοχή, πείνα και στερήσεις αλλά δεν παράτησε τον αθλητισμό. Θυμούμαστε που έλαβε μέρος εδώ στη Λεμεσό σε παγκύπριους αγώνες και πρώτευσε στους μεγάλους δρόμους και στο Μαραθώνιο.
Όταν του προσέφεραν τα έπαθλα ευχαρίστησε και απευθυνόμενος στους νέους τους  παρώτρυνε να γυμνάζονται και να αγωνίζονται για τη δική τους υγεία και της πατρίδας μας τη δόξα.
Τον άλλο χρόνο στα 1946 τούτο το «χωριατόπαιδο» απ' το Στατό της Πάφου ήρθε πρώτο στο διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης και όταν η είδηση μεταδόθηκε από ραδιόφωνο της Αθήνας πολλοί Λεμεσιανοί φίλαθλοι δάκρυσαν από συγκίνηση.
Όταν ξανάρθε στην Κύπρο και τον γνωρίσαμε καλά στο ξενοδοχείο «Κοντινεντάλ» όπου έμενε, διαπιστώσαμε πόσο εγκρατής και ασκητικός ήταν, πόσο σεμνό και πιστός λάτρης του αθλητικού ιδεώδους. Βίωσε της φυλής τα ιδανικά και αγωνίστηκε με ευγένεια και ήθος για τον κότινο της νίκης και του Ηρακλή τ’ αγρίλι.

Παύλος Λεμέσης (Πόλυς Ιερωνυμίδης)
Το περιοδικό Time και ο μεγάλος μαραθωνοδρόμος
Χρόνος: 2 ώρες, 29 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα
Δύο λεπτά μπροστά από τον Κέλλυ και επτά από τον Κοτι
Στο προηγούμενο αφιερωματικό κείμενο παρουσιάσαμε το εκτενές πορτρέτο τριών σελίδων που αφιέρωσε το μεγάλης κυκλοφορίας αμερικάνικο περιοδικό LIFE στο νικητή του Μαραθωνίου της Βοστώνης Στέλιο Κυριακίδη.
Σε αυτό το κείμενο θα παρουσιάσουμε το αφιέρωμα του άλλου μεγάλου ειδησεογραφικού περιοδικού του TIME το οποίο στο τεύχος της 29ης Απριλίου 1946 φιλοξενεί μια όχι και τόσο γνωστή φωτογραφία του Διεθνούς Πρακτορείου ΕιδήσεωνAssociated Press. Ο Στέλιος Κυριακίδης δαφνοστεφανωμένος και ευτυχής.
Το Κείμενο που ειδησεογραφικά καλύπτει τη νίκη του Κυριακίδη φέρει τον τίτλο «Για την Ελλάδα» (For Greece) και αναφέρει τα παρακάτω: « Οι άνδρες που τρέχουν τον είκοσι έξι μιλίων Μαραθώνιο της Βοστώνης κάθε χρόνο στην ημέρα του Πατριώτη έχουν ποικιλία κινήτρων. Τουλάχιστον ένας με βάρος διακόσιων λίτρων (200-pounder) τρέχει για να μειώσει το βάρος του. Ο Στυλιανός Κυριακίδης έτρεξε την προηγούμενη εβδομάδα επειδή είναι Έλληνας.
Ο Στυλιανός είναι ένας τριανταπεντάχρονος εισπράκτορας λογιαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος που επέζησε μέσα από την μιζέρια του πολέμου στην Αθήνα και κατέχει τον τίτλο του Πανελλήνιου πρωταθλητή Μαραθώνιου.
Πριν ένα χρόνο είχε την εξής ιδέα:
« Μια ελληνική θριαμβευτική νίκη στα πενήντα χρόνια του Μαραθώνιου της Βοστώνης μπορεί να προβάλει δραματικά το αγωνιζόμενο του έθνος και να κερδίσει βοήθεια για τους πεινασμένους ανθρώπους της χώρας του.
Καλύπτοντας διπλά τις εισπρακτικές περιοδείες του κέρδισε χρόνο για να δυναμώσει τα πόδια του με τρέξιμο δώδεκα μιλίων στα Πελλοπονησιακά λιθόστρωτα. Η οικογένεια του έκαμε θυσίες για να δυναμώσει σωματικά. « Κάποιες φορές έτρωγα κρέας ενώ η γυναίκα μου έτρωγε μπιζέλια». Όταν έφτασε στη Βοστώνη, οι αθλητικογράφοι τον θεώρησαν ως ένα καλό θέμα για ιστορία στα περιοδικά και τις εφημερίδες. Κανένας όμως δεν σκέφτηκε ότι έχει οποιαδήποτε πιθανότητα απέναντι στον αγωνιζόμενο πρωταθλητή Johny Kelley ή τον τρεις φορές νικητή του Μαραθωνίου του ΜοντρεάλGerard Cote.
Το πρωί της κούρσας, ο Στυλιανός έλαβε ένα γράμμα από την Αθήνα από την τριών ετών κορούλα του Ελένη η οποία τον διέταζε να κερδίσει. Πάνω από τους λόφους και μέσα από τη δεντρόφυτη διαδρομή του Άσλαντ, του Φράμινγκαμ, του Νάτιγκ και του Γουέλλεσλεϊ έτρεξε όπως δεν έτρεξε ποτέ ξανά. Όταν προσέγγισε τη γραμμή του τερματισμού στο κέντρο της Βοστώνης, στην οδό Εξετερ ήταν δυο λεπτά μπροστά από τον Κέλλυ και επτά λεπτά από τον τρίτο Κοτί Χρόνος: Δυο ώρες 29 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα.»
Αυτό το λιτό και συνάμα εντυπωσιακό κείμενο του περιοδικού Time εικονογραφεί το θρίαμβο του μεγάλου αθλητή του Γ.Σ.Ο, της Λεμεσού, της Κύπρου και της Ελλάδος.
Αυτός ήταν ο Στέλιος Κυριακίδης ο δικός μας άνθρωπος από το Στατό της Πάφου που στηρίχτηκε ως αθλητής στην αθλητομάνα Λεμεσός από το Γ.Σ.Ο και το ευγενή Βρετανό ιατρό Τσέβερτον. Ο αθλητής που στο ντεμπούτο του ως αθλητής του Γ.Σ Ολύμπια του 1933 νίκησε στα 5000 και 10000 μέτρα. Την ίδια χρόνια είναι δεύτερος στους Πανελλήνιους και κερδίζει δικαία την προσοχή και τη στήριξη του μεγάλου προπονητή της Εθνικής Ελλάδος Σίμιτσεκ, του μεγάλου αγωνιστικού του ευεργέτη.
Η συνέχεια είναι λαμπερή: Τέσσερις φορές πρώτος Βαλκανιονίκης στον Μαραθώνιο (1934, 1936, 1937, 1939). Δύο φορές Βαλκανιονίκης στα 10000 μέτρα (1934, 1936). Κάτοχος Πανελλήνιων ρεκόρ στο Μαραθώνιο στα 10000 και στα 5000 μέτρα. Δυο συμμετοχές στους Ολυμπιακούς αγώνες (11ος στο Βερολίνο το 1936 και 18ος στο Λονδίνο το 1948). Δεκάδες φορές πρωταθλητής Κύπρου και Ελλάδος σε πέντε αγωνίσματα.
Μα πάνω από όλα εκείνη η ξερακιανή θυσιαστική νίκη της Βοστώνης με τη βοήθεια του Θεού και για το χατίρι της Ελλάδας, του λαού της και των πεινασμένων αθλητών της. Όταν οι αθλητικογράφοι του πρότειναν να μην τρέξει λόγω της ισχνής σωματικής του κατάστασης απάντησε:
«Νομίζω πως έχω αρκετή δύναμη, αν όχι στα πόδια... τότε εδώ τουλάχιστο, στην ψυχή μου. Ήρθα με σκοπό να τρέξω για την Ελλάδα, την πατρίδα μου. Θα τρέξω πάει τελείωσε, ότι θέλει ο Θεός, εύχομαι να έρθω πρώτος, να νικήσω.»
Στον τερματισμό μετά τις πρώτες ανάσες της νίκης μίλησε με τη φωνή της καρδιάς και του φιλότιμου των Ελλήνων της Κύπρου:
« Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου για την Ελλάδα. Και αυτό που έδωσα σήμερα ήταν ακόμα καλύτερο από ότι πίστευα. Ο αγώνας τελείωσε αλλά η δική μου δουλειά τώρα αρχίζει. Θα γυρίσω τη χώρα για να εκπληρώσω την αποστολή μου, να μαζέψω όση περισσότερη βοήθεια μπορώ για τους συμπατριώτες μου. Ευτυχώς που κέρδισα και τώρα μπορώ να αναλάβω αυτή την αποστολή. Αν δεν είχα κερδίσει θα είχα πεθάνει.»
«Έχω δει ανθρώπους να πεθαίνουν, έχω δει αθλητές να πεθαίνουν γιατί δεν είχαν την κατάλληλη διατροφή και τα φάρμακα που χρειάζονταν. Θα το λεω όπου σταθώ κι’ όπου βρεθώ. Μέρα νύκτα, δεν έχει σημασία. Δεν θα κοιμάμαι αν αυτό θα βοηθήσει. Περισσότερο και από τη νίκη επιθυμώ να επιστρέψω στην πατρίδα μου ένα καράβι γεμάτο τρόφιμα, φάρμακα, ρουχισμό, ακόμα και αθλητικό εξοπλισμό για τους νέους.»
Αυτός ήταν ο παππούς μας Στυλιανός Κυριακίδης γεννηθείς το 1910 στα Στατό της Πάφου.
Αυτό ήταν το μεγάλο αγκωνάρι του Γ.Σ.Ο και της Εθνικής Ελλάδος από το 1934 μέχρι το 1950. Αυτή είναι μια μεγάλη καύχηση της πόλης μας, της φιλάδελφης και πονετικής Λεμεσού.
Υ.Γ Εκτός από τη βιβλιογραφική έρευνα την έρευνα, σε παλαιοβιβλιοπωλεία των ΗΠΑ πολύ μας βοήθησε στα δυο αφιερώματα το βιβλίο «1910-1987, Αφιέρωμα στον Στέλιο Κυριακίδη» που εξέδωσε το Σωματείο Ερασιτεχνών και Βετεράνων Αθλητών «Στέλιος Κυριακίδης» που εκδόθηκε το 2007. Σε όσους συνέβαλαν σε αυτή την έκδοση αξίζει έπαινος μέγας.