Κρύο τάντανο που θάλεγε και ο Μάστρε Φώτης ο Κόντογλου και σκέφτομαι κάτι νύχτες κρυές σιόνιν μες τα φτωσικά μας φοιτητικά ημιυπόγειά τζιαι κάτι σκοπιές στην Αθαλάσσα που τους πιο κρυαδερούς τζιαι υγρούς τόπους της Κύπρου.Μετά τα Μεσάνυχτά να κατεβαίννει έναν πράμαν που τον ουρανόν ένας αέρας ούλλον νερόν χωσμέννον μες το ππούσιν.Τζιαι ύστερα που τες τρεις να νομίζεις πως τα ποθκια σου πλέουν μες το νερό Αν ήσουν τελευταίον νούμερον ως τις εννιά το πρωίν να νομίζεις πως τα άρ...βυλά εν γεμάτα νερόν.
Όι πως εν ηξρραμεν που τούτα.Άμαν επάτας το μεσημέριν που επαέννες σκολείον μες τις λάντες τζιαι εγέλαν σου καμμιά βαθκιά λαγκούφα ποτζείνες που ήταν γεμάτη η Λεμεσός επήαιννές εις το Αθηναίδειόν με φουσκιν παπούτσια κλάτσες τζιαι έφκαλλές την έτσί ως τις πέντε και τέταρτόν που ήταν να σκολάσεις.
Μες την τάξην βέβαιά ερυούσαν τζιαι άλλοι.
Εφορούσαν μόνον πουκάμισον τζιαι κανέναν λεπτόν τρικούιν που εμιτσιιανέν του αρφού τους.Ελαλούσαν πως εν ρυούν πως εν πελλάραν που κάμνουμέν τζιαι κουκκουλωνούμαστεν .Τζιαι όμως κάποτε ένωθες πως εσιγοκτυπούσαν τα δοντούθκια τους φίλους μου μα ήντα να κάμουν.
Αθθυμούμε ήντα χαράν έκαμά άμαν τον είδα ύστερα που τρεις εφτομάδες εις το Γυμνάσιόν να φορεί βραστόν σακκολύίν έναν τζάκετ πασιήν στρατιωτικόν νάκκον πατσιαρισμένον.Κάποιος καλογνωμός έδωκέν τουτο.Έφκαλέν μαζίν του τρεις σιειμώνες.Ήταν ποξαρκής μεάλον του ευτυχώς.Τζιαι να φανταστείς στους τόπους τους ο τζιύρης του ήτουν άρκοντάς.Γέρημή προσφυγιά, βαρετή φτώσεια.
Αντέξαμέν .Δόξα τω Αγίω Θεώ.
Μιαν νύχταν υπό το μηδεν βροσιές τοίχος υδάτινόν καταρράκτες του ουρανού.Πουκάτω που έναν υποστεγόν φορτηγών.Ξυλοπαγιασμένος μες σε μιαν χλαίνην του Β Παγκοσμίου.Στην Αθαλάσσσαν Δετζιέβρής.Ο θαλαμοφύλακας που με είδεν ντυμένον λαλεί μου .Μα εννά παείς.Εννοούσε πως ήτουν νά πεθάνω τζιαμε έξω.Εννα πάω είπα του.Εννα φκει πόψε έφοδόν.
Κατά τις θκυο τχιαι δέκα ετόν ποτζιει μες τη χλένη εφοδεύων.Σαν να ταν πολέμαρχός του παλλιου τζιαιρού.Εκαμά του κανόνικά αναγνώρισην πλήρην.Εστασαν τα νερα τζιαι επηαίννάν των ποθκιών του.Αμαν ετέλειωσα ληρτεν κοντά υπογραψεν το βιβλίον της σκοπιάς με μιαν ιεροπρέπειαν.Ύστερίς εδεικλησεν πάνω μου.Καλησπέρα δάσκαλέ λαλεί μου με έναν τρόπον επαινετικόν.Άμαν είδα την υπήρεσίαν είπα ο Ποππάτζής εννάν τζιαμέ.Είπα καλησπέρα Κύριε Λοχαγέ.Κράτα καλά λαλεί μου τζιαι ετράβησεν για τις άλλες σκοπιές.Προς στιγμής ενόμισα ήτουν ο Αυξεντίου.
Αλλάξαν με στις τρεις σχεδόν ποξυλλιασμένον.Εμπήκα στο θάλαμόν.Έφκαλλά τα αρβυλά να μπω μες τες πατανίες.Λαλει μου ο θαλαμοφύλακας.Άντεξες ρε σειρά; Άντεξα ρε Νικολάου.Κρυάδες που τραβησαμέν σαν τούτες ρε σειρά .Τζιαι φαντασου τους τους γέρημούς μες τα τσιατήρκα το Σιειμώναν του 74.Ήταν ένας σιειμώνας ξυλοπαγιασούρα τζιαι ερύαν τζιαι η καρκιά τους που τους τα κλέψαν ούλλά εξον που την ψυσιήν τους.
Καληνύχτά δάσκαλε
Καληνύχτα Νικολάου
Έσιει που τζειν την νύχτάν που είπα πως χαλάλιν εν θα τους τα κάμω.Τζιας με λάμνούν ούλλοι που γυρόν
Όι πως εν ηξρραμεν που τούτα.Άμαν επάτας το μεσημέριν που επαέννες σκολείον μες τις λάντες τζιαι εγέλαν σου καμμιά βαθκιά λαγκούφα ποτζείνες που ήταν γεμάτη η Λεμεσός επήαιννές εις το Αθηναίδειόν με φουσκιν παπούτσια κλάτσες τζιαι έφκαλλές την έτσί ως τις πέντε και τέταρτόν που ήταν να σκολάσεις.
Μες την τάξην βέβαιά ερυούσαν τζιαι άλλοι.
Εφορούσαν μόνον πουκάμισον τζιαι κανέναν λεπτόν τρικούιν που εμιτσιιανέν του αρφού τους.Ελαλούσαν πως εν ρυούν πως εν πελλάραν που κάμνουμέν τζιαι κουκκουλωνούμαστεν .Τζιαι όμως κάποτε ένωθες πως εσιγοκτυπούσαν τα δοντούθκια τους φίλους μου μα ήντα να κάμουν.
Αθθυμούμε ήντα χαράν έκαμά άμαν τον είδα ύστερα που τρεις εφτομάδες εις το Γυμνάσιόν να φορεί βραστόν σακκολύίν έναν τζάκετ πασιήν στρατιωτικόν νάκκον πατσιαρισμένον.Κάποιος καλογνωμός έδωκέν τουτο.Έφκαλέν μαζίν του τρεις σιειμώνες.Ήταν ποξαρκής μεάλον του ευτυχώς.Τζιαι να φανταστείς στους τόπους τους ο τζιύρης του ήτουν άρκοντάς.Γέρημή προσφυγιά, βαρετή φτώσεια.
Αντέξαμέν .Δόξα τω Αγίω Θεώ.
Μιαν νύχταν υπό το μηδεν βροσιές τοίχος υδάτινόν καταρράκτες του ουρανού.Πουκάτω που έναν υποστεγόν φορτηγών.Ξυλοπαγιασμένος μες σε μιαν χλαίνην του Β Παγκοσμίου.Στην Αθαλάσσσαν Δετζιέβρής.Ο θαλαμοφύλακας που με είδεν ντυμένον λαλεί μου .Μα εννά παείς.Εννοούσε πως ήτουν νά πεθάνω τζιαμε έξω.Εννα πάω είπα του.Εννα φκει πόψε έφοδόν.
Κατά τις θκυο τχιαι δέκα ετόν ποτζιει μες τη χλένη εφοδεύων.Σαν να ταν πολέμαρχός του παλλιου τζιαιρού.Εκαμά του κανόνικά αναγνώρισην πλήρην.Εστασαν τα νερα τζιαι επηαίννάν των ποθκιών του.Αμαν ετέλειωσα ληρτεν κοντά υπογραψεν το βιβλίον της σκοπιάς με μιαν ιεροπρέπειαν.Ύστερίς εδεικλησεν πάνω μου.Καλησπέρα δάσκαλέ λαλεί μου με έναν τρόπον επαινετικόν.Άμαν είδα την υπήρεσίαν είπα ο Ποππάτζής εννάν τζιαμέ.Είπα καλησπέρα Κύριε Λοχαγέ.Κράτα καλά λαλεί μου τζιαι ετράβησεν για τις άλλες σκοπιές.Προς στιγμής ενόμισα ήτουν ο Αυξεντίου.
Αλλάξαν με στις τρεις σχεδόν ποξυλλιασμένον.Εμπήκα στο θάλαμόν.Έφκαλλά τα αρβυλά να μπω μες τες πατανίες.Λαλει μου ο θαλαμοφύλακας.Άντεξες ρε σειρά; Άντεξα ρε Νικολάου.Κρυάδες που τραβησαμέν σαν τούτες ρε σειρά .Τζιαι φαντασου τους τους γέρημούς μες τα τσιατήρκα το Σιειμώναν του 74.Ήταν ένας σιειμώνας ξυλοπαγιασούρα τζιαι ερύαν τζιαι η καρκιά τους που τους τα κλέψαν ούλλά εξον που την ψυσιήν τους.
Καληνύχτά δάσκαλε
Καληνύχτα Νικολάου
Έσιει που τζειν την νύχτάν που είπα πως χαλάλιν εν θα τους τα κάμω.Τζιας με λάμνούν ούλλοι που γυρόν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου