Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Ένας Ελληνοκύπριος Πληροφοριοδότης στην υπηρεσία της αποικιοκρατίας το 1931

Ένας Ελληνοκύπριος Πληροφοριοδότης στην υπηρεσία της αποικιοκρατίας το 1931

Η μάχη των πληροφοριών πριν και μετά τα Οκτωβριανά
Οι διαβουλεύσεις για την τύχη των εξορίστων - Η ανταμοιβή του  σημαντικότερου Ελληνοκύπριου αστυνομικού – συλλέκτη πληροφοριών
Το πορτρέτο του υποδεκανέα Κ. Τσέστου διά χειρός Θεοφάνη Τσαγγαρίδη
Του Γιάννη Πεγειώτη
Ερευνητή και Εκπαιδευτικού

Στις 20 Νοεμβρίου του  1931 το Υπουργείο Αποικιών του αποστέλλει ένα σημείωμα που αφορά το χειρισμό των εξορίστων και ιδιαίτερα των τριών κληρικών και του Βατυλιώτη που κατέχει Βρετανικό διαβατήριο. Τα ερωτήματα που θέτει θα βρουν απαντήσεις σε ένα βαρυσήμαντο μήνυμα της Βρετανικής αποστολής που απεστάλη από την Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1932 με την υπογραφή του  Patrick Ramsay.
Σε προηγούμενο κείμενο παρουσιάσαμε τις δυο πρώτες παρατηρήσεις και τις αναφορές στο Πρωθυπουργό Βενιζέλο και τις εκλογές. Παρακάτω θα παρουσιάσουμε τις τρεις τελευταίες παρατηρήσεις οι οποίες αξιολογούν την «επικινδυνότητα» του Μητροπολίτη Κυρήνειας  και του Οικονόμου Διονύσιου Κυκκώτη και ουσιαστικά ορίζουν τις συνέπειες ζωής του δευτέρου για τα επόμενα και τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του:
«3.Όμως, μου φαίνεται ότι οι ανωτέρω θέσεις σχετικά με την παραχώρηση διαβατηρίων στους Βρετανούς εξόριστους για να έρθουν στην Ελλάδα θα πρέπει να τροποποιηθούν, αν ο Μητροπολίτης Κυρήνειας έρθει στην Αθήνα, όπως είναι πιθανόν. Αν όντως έρθει, είναι βέβαιο ότι θα συμπράξει με το Λαϊκό Κόμμα εναντίον της Κυβέρνησης Βενιζέλου, διότι είναι ένθερμος βασιλικός και έχει παράπονα εναντίον του κ. Βενιζέλου για τη στάση του ως προς το κυπριακό κίνημα. Η ταυτόχρονη παρουσία στην Ελλάδα λίγων παραπάνω Κυπρίων εξόριστων, με την πιθανή εξαίρεση του Οικονόμου Κυκκώτη, δεν θα προσέθετε και πολύ στη δύσκολη θέση της Κυβέρνησης.
4.Η άφιξη στην Ελλάδα αυτών των Κυπρίων προπαγανδιστών δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι θα φέρει σε δύσκολη θέση μιαν Αντιβενιζελική Κυβέρνηση, αλλά αν μια τέτοια κυβέρνηση έρθει στην εξουσία, πιθανότατα δεν θα διστάσουν να αντιστρέψουν τη στάση τους ούτως ώστε αυτό που ισχύει για την Κυβέρνηση του κ. Βενιζέλου να ισχύει εξ ίσου και γι αυτούς. Και στις δυο περιπτώσεις η άφιξη των Κυπρίων εξόριστων θα προκαλούσε έξαρση αντι-βρετανικής προπαγάνδας στον τύπο, εκτός αν συνέβαιναν εντυπωσιακά πολιτικά γεγονότα εδώ εκείνη την εποχή. Όμως, δεν θα έλεγα ότι αυτό θα ήταν σοβαρό κώλυμα στη διατήρηση των σχέσεων με την Ελληνική Κυβέρνηση. Από την άποψη της Ελληνικής Κυβέρνησης και αυτής της αποστολής, δεν χρειάζεται να πω ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να επιτραπεί σ' αυτούς τους Κυπρίους εξόριστους να γυρίσουν στην Κύπρο, όπου η κατάσταση φαίνεται να είναι υπό έλεγχο και υπάρχει αρκετός μηχανισμός για τον έλεγχο των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, αλλά αν υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις σ' αυτή την πορεία, θα εισηγούμουν ότι το ζήτημα της παραχώρησης σ' αυτούς διαβατηρίων για να έρθουν  στην Ελλάδα δεν πρέπει να αποφασιστεί παρά μόνο μετά τις εκλογές.
5.Έστειλα αντίγραφο αυτής της αναφοράς στον Κυβερνήτη της Κύπρου.
Έχω την τιμή να είμαι Κύριε,
Ευπειθής και ταπεινός υμών Θεράπων, Patrick Ramsay».
Και ενώ συμβαίνουν αυτά, στη Λευκωσία ξεκινούν οι διεργασίες για να τιμηθούν με μετάλλια δύο πιστοί στην Αυτοκρατορία Έλληνες της Κύπρου. «Ο υποδεκανέας Κλεάνθης Ιωάννου Τσέστος και ο υπάλληλος του Τμήματος Δασών Αντώνης Σταύρου  Ζαχαριάδης. Για τον πρώτο έχουμε πλέον ικανό αριθμό εγγράφων που ψηφιδώνουν ικανοποιητικά την  εικόνα   γύρω από τη δράση του στον τομέα των πληροφοριών. Για το δεύτερο τιμηθέντα για τη συμβολή του στην πάταξη της εξέγερσης των Οκτωβριανών η έρευνα βρίσκεται στο αρχικό στάδιο.
Οι δύο αυτοί υπάλληλοι, σύμφωνα με τα ευρήματα μας στις ειδικές Βρετανικές γκαζέττες, τυγχάνουν της παρακάτω αμοιβής: « Award of the medal of Civil Division of the Most Excellent Order of the British Empire». Αυτά εν έτει 1932 ενώ οι εξόριστοι ήδη δεινοπαθούν.
Για το «ζαπτιέ» της Κυπριακής Στρατιωτικής Αστυνομίας Κ. Τσέστο, ειδικό στις παρακολουθήσεις στη συλλογή πληροφοριών και στην εύρεση πληροφοριοδοτών, φιλοτεχνεί ένα ενδιαφέρον πορτρέτο ο ένας των εξορίστων Θεοφάνης Χ. Τσαγγαρίδης στο αξιόλογο βιβλίο του «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥ Αθήνα 1948».
« Ήταν Παρασκευή νύχτα, 23 Οκτωβρίου 1931. Ό κόσμος κουρασμένος από τη συμμετοχή του στην πάνδημη κηδεία του πρώτου θύματος τής Εθνικής εξεγέρσεως, του Ονούφριου Κληρίδη, τραβήχτηκε στα σπίτια του. Από νωρίς οι «ζαπτιέδες» είχαν βγει και πρόσταζαν να μη κυκλοφορήσει κανένας. Γι΄ αυτό μόλις σουρούπωσε, η Λευκωσία σχεδόν ερημώθηκε. Μόνο μερικοί τολμηροί ή καθυστερημένοι κυκλοφορούσαν στα απόμερα στενά της πόλης.
Από νωρίς μαζεύτηκα κι' εγώ στο σπίτι μου, μία μικρή μονοκατοικία πίσω από την οδό Λήδρας, όπου έμενα με τον αδελφό μου. Όπως ήμουν κουρασμένος γρήγορα τραβήχτηκα στο κρεβάτι μου και δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος. Πόσο ήταν ευχάριστος και ζωογόνος ο ύπνος εκείνος, ύστερ' από τον σωματικό κάματο και τις αλησμόνητα συγκλονιστικές συγκινήσεις των δύο προηγουμένων ήμερων... Θα θελα να κοιμόμουν όλη τη νύχτα κι' όλη, την άλλη μέρα συνεχώς.
Άλλα όμως εκέλευεν ο Σερ Ρόναλντ Στόρς, ο Κυβερνήτης της μαρτυρικής μας πατρίδας-κυβερνήτης που δεν τον προσκαλέσαμε ούτε τον διαλέξαμε.
Μέσα στο γλυκό αυτό ύπνο, ακούω σαν από μακριά, πολύ μακριά, σαν σ' όνειρο, κτύπους. Για μία στιγμή νομίζω πως με καλούν με τ' όνομά μου.
Δεν δίνω σημασία και μισοκοιμισμένος γυρίζω στ' άλλο πλευρό.
Οι κτύποι όμως συνεχίζονται πιο δυνατοί. Ακούω πια καθαρά τ' όνομά μου. Σηκώνομαι κι' ανοίγω το παράθυρο, πού έβλεπε στο δρόμο και ρωτώ:
— Ποιος είναι; τι θέλετε;
—Εγώ είμαι, άπαντα κάποιος.
Σκύβω από το παράθυρο, καθώς το άνοιξα, και βλέπω τρεις ζαπτιέδες μπρος στην εξώθυρα. Ανάμεσα τους γνώρισα ευθύς τον πασίγνωστο χαφιέ Τσέστο. Κατάλαβα αμέσως τον σκοπό της απρόοπτης νυχτερινής επίσκεψης.
Ξαναρωτώ: - Τί θέλετε;
-Εσύ δεν είσαι ο κ. Θεοφάνης Τσαγγαρίδης; ρωτάει ο Τσέστος.
-Μάλιστα.
-Ο ίδιος; ξαναρωτά
-Ολόκληρος, καθώς βλέπεις.
-Σας παρακαλεί ο κ. αστυνόμος να ρθείτε να πάμε μια στιγμή στην αστυνομία για μια κατάθεση.
 -Να πείτε στον κ. αστυνόμο ότι νύχτα ώρα, δεν μπορώ να τρέχω στες αστυνομίες και μόλις ξημερώσει, όπως ορίζει ο νόμος, θα ρθω και συγχρόνως έκλεισα το παράθυρο.
Πήγα στο δωμάτιο του αδελφού μου. Κοιμόταν. Δεν είχε ακούσει τους κτύπους... Φροντίζοντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου για να μην τον ξαφνιάσω, του φωνάζω:
-Οδυσσέα, Οδυσσέα, ξύπνα, ήρθαν να με συλλάβουν. Πετάγεται αλαφιασμένος από το κρεβάτι του και αγουροξυπνημένος με ρωτά με αγωνία.
-Τώρα τι θα κάνουμε; θα παραδοθείς;
-Φυσικά θα παραδοθώ. Τι να κάμω; Να σας πάρω και σας στο λαιμό μου έτσι άσκοπα;
Πιο δυνατά συνεχίστηκαν στην πόρτα τα χτυπήματα. Ήταν φανερό πως προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα μας. Το ρολόι που ήταν στο κομοδίνο έδειχνε 3.10'. Ο αδελφός μου με κοιτάζει σιωπηλός, με ματιές αγωνίας. Εγώ, καθισμένος ημίγυμνος στην άκρη του κρεβατιού του, τον κοιτάζω με στοργή. Είναι οι στιγμές που δεν λαλεί η γλώσσα και μιλά η ψυχή.
Τ' αδιάκοπα βάναυσα χτυπήματα με ξαναφέρνουν στην πραγματικότητα. Ξανανοίγω το παράθυρο και τους φωνάζω με οργή τώρα πια.
-Τι τρόπος είναι αυτός; Ντροπή σας! Σας είπα, μόλις γεννηθεί ο ήλιος, όπως ορίζει ο νόμος, θα ρθω στην αστυνομία. Τι άλλο θέλετε;
Δεν ήξερα πως την ίδια νύχτα είχε δημοσιευτεί το Διάταγμα περί Αμύνης των Αποικιών (στρατιωτικός νόμος) που καταργούσε το οικογενειακό  άσυλο.
Τότε ο χαφιές Τσέστος με το μελιστάλαχτο ύφος του προδότη μου λέγει παρακλητικά.
—Κατέβα, κ. Τσαγγαρίδη, να σου δώσουμε την κλήση και να φύγουμε.
Πίστεψα και δεν πίστεψα πως θα μου διναν κλήση. Πάντως όμως, για να δώσω και μία διέξοδο, έτσι όπως ήμουν ημίγυμνος, άναψα το φως της σκάλας και κατέβηκα ν' ανοίξω την εξώθυρα.
Πριν καλά-καλά προφτάσω ν' ανοίξω την πόρτα, εισορμήσανε στο σπίτι καμία δεκαριά πάνοπλοι άγγλοι στρατιώτες.
Με αρπάζουν, άλλος από τα χέρια, άλλος από τα πόδια, κι άλλος μου βούλωσε το στόμα.
Δεν είχα δει τούς στρατιώτες όταν άνοιξα το παράθυρο, γιατί ήτανε κρυμμένοι πίσω από τούς τοίχους ενός μισοτελειωμένου σπιτιού απέναντι στο δικό μου, που τότε ακόμη χτιζόταν. Πρόφτασα και τους είπα:
-Σταθείτε. Τι τρόπος ειν' αυτός; Δεν είμαι κανένας ληστής.
Ο Τσέστος διατάσσει ένα μελαψό Τούρκο ζαπτιέ:
-Βάλ' του βρε, γλήορα τους κελεψιέδες (χειροπέδες).
 Στη βία τους απάνω, τόσοι ένοπλοι να συλλάβουν έναν άοπλο και να τον αχρηστεύσουν, μου γδάρανε τα χέρια βάζοντας μου τις χειροπέδες. Είναι η βία του δειλού πou γίνεται βάναυσος όταν καταλάβει πως ο αντίπαλος του είναι αδύνατος.
Μόλις μου πέρασαν τα σίδερα στα χέρια μ' άφησαν να πατήσω στη γη. Τότε είδα τούς στρατιώτες πού είχαν μπει στο σπίτι νάχουν στραμμένα τα γεμάτα όπλα τους προς τις πόρτες των δωματίων του ισογείου και στη σκάλα. Την ίδια στιγμή είδα τον αδερφό μου να προσπαθεί να κατέβει την σκάλα για να μου φέρει τα ρούχα μου. Μόλις τον είδαν οι στρατιώτες έθεσαν νευρικά τα όπλα «επί σκοπό», έτοιμοι να πυροβολήσουν».
Το απόσπασμα αυτό ιχνηλατεί ποιος έλαβε την υψηλή τιμή του «Most Excellent Order of British Empire»  και για ποιους λόγους. Όταν ο Τσαγγαρίδης θα συνειδητοποιούσε την πολύχρονη διάρκεια της εξορίας του, ο διώκτης του θα ήταν ήδη από τους πλέον τετιμημένους της Κυπριακής Αποικιακής Στρατιωτικής Αστυνομίας.
Ήδη, μετά από επισταμένη έρευνα έχουμε εντοπίσει και μια σειρά άλλων εγγράφων συνδεδεμένων με την Αστυνομία Λευκωσίας καθώς και τον Αστυνομικό Κλεάνθη Τσέστο. Από τα έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων παραθέτει και ο Πέτρος Στυλιανού στα παραρτήματα του βιβλίου του, «Τα Οκτωβριανά» (εκδόσεις Επιφανίου 2002) διαφαίνεται εκτενής παρακολούθησης και των στελεχών του Κ.Κ.Κ. Έτσι συμπληρώνεται αισθητά η εικόνα. Εθνική Οργάνωση και Κ.Κ.Κ. αποτελούσαν το συνεχή στόχο των παρακολουθήσεων. Κάποιοι γι΄αυτές τις παρακολουθήσεις λάμβαναν ύψιστες τιμές και κάποιοι έφευγαν στις εξορίες του θανάτου.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου